- ὀξύπτερον
- ὀξύπτερονsharp-neut nom/voc/acc sgὀξύπτεροςsharp-masc/fem acc sgὀξύπτεροςsharp-neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀξυπτέρου — ὀξύπτερον sharp neut gen sg ὀξύπτερος sharp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύπτερα — ὀξύπτερον sharp neut nom/voc/acc pl ὀξύπτερος sharp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύπτερος — ὀξύπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀξύπτερος α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος β) το γεράκι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον το γεράκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα τα γρήγορα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek